- φίνα
- (I)Νεπίρρ. βλ. φίνος.————————(II)ἡ, Μκαθεμιά από τις δύο σειρές σκοπών που τοποθετούσαν γύρω από την βασιλική κοόρτη στα στρατόπεδα τών Βυζαντινών.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σχετίζεται πιθ. με το λατ. finis, -is «όριο, όρος» (πρβλ. και τον λατ. τ. finalis «τελικός, οριακός»)].
Dictionary of Greek. 2013.